- περιτερμων
- περιτέρμωνπερι-τέρμων2, gen. ονος ограниченный со всех сторон
(Ὠκεανῷ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ὠκεανῷ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιτέρμων — ον, Α 1. αυτός που περιορίζει, που περικυκλώνει από παντού 2. (με παθ. σημ.) ο περιορισμένος ολόγυρα από ὁλα τα σημεία, περικυκλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέρμων «τέρμα, όριο» (πρβλ. α τέρμων, συν τέρμων)] … Dictionary of Greek
περιτέρμονα — περιτέρμων bounding all round neut nom/voc/acc pl περιτέρμων bounding all round masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)